κήρινος

κήρινος
και κέρινος, -η, -ο και κερένιος, -ια, -ιο (ΑΜ κήρινος, -ίνη, -ον) [κηρός]
1. ο κατασκευασμένος από κερί
2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, ωχρός
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η κηρίνη
ουσία που εξάγεται από τον κηρό
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μαστίγιο
αρχ.
1. μτφ. εύπλαστος και μαλακός όπως ο κηρός («τοὺς θυμοὺς κηρίνους ποιοῡσιν», Πλάτ.)
2. (για γυναίκα) φτειασιδωμένη, πασαλειμμένη με αρώματα
3. το θηλ. ως ουσ. η κηρίνη (ενν. έμπλαστρος)
είδος εμπλάστρου
4. φρ. «κηρίνη οπώρα» — το μέλι (Αλκμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κήρινος — waxen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίνων — κήρινος waxen fem gen pl κήρινος waxen masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρινον — κήρινος waxen masc acc sg κήρινος waxen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίνη — κήρινος waxen fem nom/voc sg (attic epic ionic) κηρίνη plaster fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίνην — κήρινος waxen fem acc sg (attic epic ionic) κηρίνη plaster fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίνοις — κήρινος waxen masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίνου — κήρινος waxen masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίνους — κήρινος waxen masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίνῃ — κήρινος waxen fem dat sg (attic epic ionic) κηρίνη plaster fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίνῳ — κήρινος waxen masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”